λείριος

λείριος
λείριος, -ον (Α) [λείριον]
1. αυτός που μοιάζει με κρίνο
2. (για το βλέμμα τών νέων) λαμπρός, γλυκύς
3. (για τη φωνή) τρυφερός, γλυκύς, χαριτωμένος, απαλός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λείριος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείρι' — λείρια , λείριον Madonna lily neut nom/voc/acc pl λείρια , λείριος neut nom/voc/acc pl λείριε , λείριος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείριον — Madonna lily neut nom/voc/acc sg λείριος masc/fem acc sg λείριος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείριο — Βλ. λ. κρίνο. * * * το (Α λείριον) νεοελλ. βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας λιλιίδες, κν. κρίνος αρχ. το φυτό νάρκισσος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Τόσο το λείριον όσο και το λατ. lilium, με την ίδια σημ., είναι δάνειες λ. από γλώσσα τής… …   Dictionary of Greek

  • λειρίοις — λείριον Madonna lily neut dat pl λείριος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειρίου — λείριον Madonna lily neut gen sg λείριος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειρίων — λείριον Madonna lily neut gen pl λείριος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειρίῳ — λείριον Madonna lily neut dat sg λείριος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείρια — λείριον Madonna lily neut nom/voc/acc pl λείριος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”